Διαβάσαμε: «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» του Νίκου Δαββέτα (Πατάκης)

Μια ιστορία πού, βασικός της καμβάς, είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Πικάσσο σχεδίασε το περίφημο σκίτσο
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
28/08/2022
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση
Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη είναι βέβαια ο Πάμπλο Πικάσσο και όπως σημειώνει στο τέλος του βιβλίου ο Νίκος Δαββέτας το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε από το 2009 έως το 2012 και εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2013. Η κυκλοφορία του συνέπεσε τότε με την κορύφωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στη χώρα μας και λογικό ήταν να υπάρξουν αναγνώσεις υπό το πρίσμα των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων της εποχής. Η νέα αναθεωρημένη έκδοση , που διαφέρει σε αρκετά σημεία από την προηγούμενη του 2013 , κατά κάποιον τρόπο επιβλήθηκε από τα νέα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά και την ανάγκη να ξαναδιαβάσουμε τις ζωές των Αλλων, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, χωρίς την ΄΄πιεση΄΄ της ιστορικής συγκυρίας΄΄.

Ουσιαστικά, με αφορμή το σκίτσο του Νίκου Μπελογιάννη που σχεδίασε ο Πάμπλο Πικάσσο, ο συγγραφέας μας γυρίζει στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και εν συνεχεία της δικτατορίας, έχοντας στο επίκεντρο της αφήγησής του τον κύκλο των αριστερών Ελλήνων εμιγκρέδων στο Παρίσι. Πού, απ’ ότι φαίνεται, ούτε αγαπημένοι μεταξύ τους ήταν, ούτε εμπνέονταν από την ίδια θεώρηση της αριστεράς. Ο Αντωνέν, το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, είναι και αυτός Ελληνας εμιγκρές στο Παρίσι, συγγραφέας, διανοούμενος, αλλά οι απόψεις του δεν συμφωνούν με τις απόψεις των περισσοτέρων αυτού του κύκλου. Όπως αφηγείται ο ίδιος στην Ντενίζ, βαφτισιμιά και κληρονόμο του, λίγο πριν βρεθεί δολοφονημένος:

«Για να μη σ’ τα πολυλογώ, το πρώτο μου βιβλίο στα γαλλικά, με τον άχαρο τίτλο «Αφηγήματα εξορίας», κυκλοφόρησε το 1973. …Στους ελληνικούς κύκλους τολμώ να πω πως άρεσε, αν και η γενιά του ΄΄Ματαρόα΄΄ ήταν πιο συγκρατημένη βέβαια. Είχαν τους λόγους τους. Πιο ξινή απ’ όλους ήταν η Μιμίκα Κρανάκη, με κατηγόρησε για «σταλινική νοοτροπια». Ο Καστοριάδης μου έστειλε ένα μπιλιετάκι με αρνητικές κρίσεις- κάπου πρέπει να το έχω ακόμη φυλαγμένο: ΄΄Οι πολλές σελίδες αποτελούν υπόσχεση πλήξης΄΄ μου έγραφε. Μα εκείνος που ξεπέρασε σε κακία κάθε όριο και δεν λησμόνησα ποτέ τη συμπεριφορά του ήταν ο Διονύσης Σεφεριάδης. Σχεδόν μ’ έβγαλε αντιγραφέα. Ασε που αμφισβήτησε τα γαλλικά μου. ΄΄Αυτό δεν το λένε έτσι, εκείνο το λένε κι αλλοιώς…΄΄Εγώ είχα μάθει τη γλώσσα στη σχολή του Κομματος στο Βουκουρέστι, με τους πιο αυστηρούς δασκάλους, κι ύστερα στους δρόμους δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ..Ηξερα πολύ καλά τι λέμε και πως το λέμε, μα η λογοτεχνία δεν είναι επίδειξη γραμματικών γνώσεων. Είναι φωτιά που εξαπλώνεται σε ξερό χορτάρι. Οι φλόγες πρέπει να σου γλείφουν το μυαλό, να καίγεσαι πάνω από το χαρτί. Ακούγονται γλυκερά όλα αυτά; Ρομαντικά; Ετσι είναι. Εσείς οι νέοι τα θεωρείτε ξεπερασμένα. Για σας προέχει η αποδόμηση του κειμένου, η πολιτισμική ερμηνεία, η ψυχαναλυτική προσέγγιση, οι σπουδές φύλου…»

Αυτά λέει ο Αντωνέν στην Ντενίζ, λίγο πριν δολοφονηθεί στο διαμέρισμά του, ενώ τις δίνει σε ένα ντοσιέ δύο προσχέδια του περίφημου σκίτσου του Νίκου Μπελογιάννη, σχεδιασμένα από τον Πικάσσο.

«Υπάρχουν άλλα τρία κατατεθειμένα σε τραπεζική θυρίδα. Όλα μαζί κοστίζουν μια μικρή περιουσία, μα η αξία τους δεν είναι μονάχα καλλιτεχνική… Μη ρωτάς πως έφτασαν στα χέρια μου, είναι αρκετά περίπλοκη ιστορία -κάποτε υπόσχομαι να σ’ την αφηγηθώ-, προς το παρόν πρέπει να τα πουλήσουμε, αφού δούμε πρώτα τι «παίζει» στην αγορά. Όχι στη γαλλική, αυτή την ξέρω καλά, αλλά στην ελληνική. Δεν φαντάζεσαι πόσοι συμπατριώτες μας θα πλήρωναν αδρά και χωρίς πολλές ερωτήσεις για να τα αποκτήσουν. Πρώην και νυν κομμουνιστές, χήρες αγωνιστών, υπουργοί, συλλέκτες… ένα κάρο μαλάκες θα ήθελαν τον Μπελογιάννη να φιγουράρει πάνω από το κεφάλι τους, πόσο μάλλον όταν αυτός έχει σχεδιαστεί από τα χεράκια του Πικάσσο….»

O Aντωνέν δεν προλαβαίνει να αφηγηθεί πως έφτασαν αυτά τα προσχέδια στα χέρια του. Μετά την δολοφονία του μένει στην Ντενίζ να ψάξει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες φιλοτεχνήθηκε το σκίτσο . Οι γνώμες των ειδικών είναι διαφορετικές από αυτά που η ίδια πίστευε.

«Ποια ζωγραφιά, καημένε Στάθη, μια απλή αντιγραφή έκανε ο Πικάσσο. Πήρε τη φωτογραφία του αείμνηστου Παναγιώτη Μήτσουρα που κάλυπτε τη δίκη για το πρακτορείο του και την ξεπατίκωσε. Εκείνος γονάτισε με τον φακό του μπροστά στον Μπελογιάννη, εκείνος είναι και ο πραγματικός δημιουργός. Ένα «κλικ» μέσα σε χιλιάδες άλλα. Τώρα, το’ θελε να τον βγάλει έτσι, του βγήκε κατά λάθος, ποιος ξέρει; Όπως ο Κουβανός συνάδελφός του, ο Αλμπέρτο Κόρντα, που σήκωσε ψηλά τη μηχανή και φωτογράφισε τον Τσε σε μια εκδήλωση, καθώς τον είδε να στέκεται στην εξέδρα των επισήμων, αγέρωχος, δίπλα στον Κάστρο. Ο Κόρντα, περαστικός μάλλον, ούτε που είδε τι τράβηξε, πούλησε όσο-όσο τα αρνητικά του φιλμ σε έναν Ιταλό ρεπόρτερ ο οποίος χέστηκε αργότερα στο τάλιρο. Τύπωσε το πρόσωπο του Τσε από μπλουζάκια και χαρτοπετσέτες μέχρι σουπλά` και σώβρακα. Ο απόλυτος εμπορικός λογότυπος που εκφράζει συγχρόνως τα πάντα και τίποτα. Τουλάχιστον ο Κουβανός έμεινε με τη δόξα. Ο κακομοίρης ο Μήτσουρας ούτε αυτή δεν αξιώθηκε. Να το ξέρεις πάντως, πίσω απ’ όλητην ιστορία κρύβεται ο Λουί Αραγκόν. Αυτός πρωτοείδε στα γραφεία της Humanite τη φωτογραφία του Μπελογιάννη και κατάλαβε αμέσως τη δύναμή της. Ένας κομμουνιστής που αντιμετωπίζει την εσχάτη των ποινών , κι όμως, απ’ το εδώλιο, βρίσκει το κουράγιο , υο σθένος, να χαμογελάσει στον φωτογραφικό φακό μυρίζοντας ένα γαρίφαλο. Αδιάφορος, αδιάφθορος, ατρόμητος, περιφρονώντας τους ανθρώπινους νόμους, την εξουσία, τον ίδιο τον θάνατο. Τι πρότυπο! Μια φορά στα εκατό χρόνια σου δίνεται η ευκαιρία να συναντήσεις τέτοια πρόσωπα, να συμπέσουν οι τροχιές της ζωής σας. Ο Αραγκόν δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή, την έστειλε αμέσως στο τυπογραφείο. Η φωτογραφία του ανθρώπου με το γαρίφαλλο έγινε πρωτοσέλιδο, αφίσα, προκήρυξη, πανό, ωστόσο ο δαιμόνιος ποιητής καταλάβαινε πως ο αγώνας απαιτούσε ΄΄κάτι παραπάνω΄΄, έπρεπε το πρόσωπο να ξεφύγει από τη φθορά της επικαιρότητας, έπρεπε να αναχθεί σε μύθο, να ενδυθεί έναν μανδύα αγιοσύνης, έναν μανδύα ιερότητας που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί να προσφέρει. Σήκωσε, λοιπόν, αμέσως το ακουστικό του τηλεφώνου, ΄΄Πάμπλο, έχω μια δουλειά για σένα΄΄. Και ο Πάμπλο, μέλος του Κόμματος από το ’44 , υπάκουσε…

Εγώ πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί χαμογελάει ο Μπελογιάννης. Εχεις δεί τις υπόλοιπες φωτογραφίες από τη δίκη; Ολοι οι συγκατηγορούμενοί του έχουν καταρρεύσει. Κατεβασμένα κεφάλια, παγωμένα βλέμματα, χέρια παράλυτα. Γνωρίζουν ότι τους περιμένει το καυτό μολύβι. Στην καλύτερη περίπτωση, ισόβια. Κι αυτός, στην πρώτη σειρά στο εδώλιο, χαμογελαστός, καλοχτενισμένος, με μάτια που λάμπουν. Τόσο υπεράνω; Από πού αντλεί τόση δύναμη, τόσο κέφι; Από τον μαρξισμό-λενινισμό; Μην τρελαθούμε… Ο Μπελογιάννης χαμογελάει γιατί είναι ερωτευμένος. Ο έρωτας και το χρήμα δεν κρύβονται…… Οι άλλοι δεν υπάρχουν μέσα στην αίθουσα. Μόνο αυτοί οι δύο. Γελάνε δυνατά πανικοβάλλοντας φίλους και εχθρούς, κατήγορους και κατηγορούμενους. Δεν τους φοβίζει τίποτα. Είναι ερωτευμένοι, άτρωτοι…Οι σύντροφοι του Μπελογιάννη απορούν, αν δεν εκνευρίζονται με την προκλητική συμπαριφορά τους. Σε ένα διάλειμα της δίκης η Έλλη του χαρίζει ένα γαρίφαλο κι αυτός δεν το αποχωρίζεται ούτε όταν μαραίνεται. Είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του «πλανήτη». Οι δικαστές νομίζουν πως παριστάνει τον ήρωα, πως προσπαθεί να νικήσει τον φόβο του……. Οι αριστεροί πάλι, όσοι έχουν απομείνει ελεύθεροι, μιλούν με δέος για την ατσάλινη ψυχή του. Ατσάλινος όμως είναι μόνο ο έρωτας, γιατί στερείται λογικής».

Τι είναι αλήθεια και τι είναι εικασία; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, τόσα χρόνια μετά. Καταγεγραμμένες πηγές δεν υπάρχουν. Ο Νίκος Δαββάτας συνέθεσε μια ιστορία πού, βασικός της καμβάς, είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Πικάσσο σχεδίασε το περίφημο σκίτσο του Μπελογιάννη, καθώς και ο πυρήνας των αριστερών Ελλήνων εμιγκρέ στο Παρίσι εκείνα τα χρόνια. Ιδεολογικές διασπάσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, μια Αριστερά που δεν μπόρεσε ποτέ να ενώσει τις δυνάμεις της. Και όπως λέει ο ίδιος ο Αντωνέν κάποια στιγμή στη Ντενίζ:

΄΄Πως ή πότε έφτασε στο Παρίσι; Τον είχα ρωτήσει κι εγώ πολλές φορές.΄΄Φυσικά όχι με τη φουρνιά του Ματαρόα….Το ’45 δεν είχα γεννηθεί ακόμη΄΄, έσπευσε να διευκρινήσει ενοχλημένος. ΄΄Σε αυτό το σαπιοκάραβο βρήκανε θέση τα άτακτα παιδιά της αστικής τάξης…Όταν ο διάβολος δεν μπορεί να μπεί από την πόρτα, τρυπώνει από την καμινάδα’’.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄Στο μυθιστόρημά του ο Νίκος Δαββέτας συνδιάζει επιτυχημένα το αγαπημένο του πεδίο της νεότερης ελληνικής ιστορίας με ένα άλλο είδος πλοκής, πιο κοντινό στο νουάρ΄΄. –Μανώλης Πιμπλής-Δημοσιογράφος-Λογοτέχνης.

΄΄Συναρπαστικό και πυκνογραμμένο μυθιστόρημα, όπου το μυστήριο συναντά την πολιτική μέσα από μια ζωηρά πινακοθήκη αριστερών εμιγκρέ στο Παρίσι, την εποχή της δικτατορίας΄΄.- Αλέξης Πανσέληνος-Συγγραφέας.

΄΄Ο Δαββέτας παντρεύει δίχως δυσκολία το αστυνομικό με το ιστορικό μυθιστόρημα, περνάει με ευχέρεια από το ένα χρονικό επίπεδο αφήγησης στο άλλο, διαθέτει σφιχτοδεμένη πλοκή, που δεν διασπάται εν τέλει από το υπεράριθμο των προσώπων, και έχει δουλέψει με προσοχή τους χαρακτήρες του. Αποφεύγοντας τα εξαντλητικά ψυχολογικά πορτρέτα, στήνει τα κοντινά πλάνα των ηρώων του από τη σωστή απόσταση: τα πλησιάζει μόνο ώσπου να συνδέσει τον ατομικό κόσμο τους με τον κοινωνικό ρόλο τους και τον ιστορικό τους πείγυρο. Το μήνυμα παραμένει πικρό: οι ιδεολογίες υπήρξαν εξαρχής διάτρητες΄΄. –Βαγγέλης Χατζηβασιλείου-Δημοσιογράφος-Λογοτέχνης.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!